Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επικάλυψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επικάλυψ|η <-εις> [ɛpiˈkalipsi] SUBST θηλ (επιφάνειας)

επικάλυψη
Beschichtung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский