Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επικάλυμμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επικάλυμμα [ɛpiˈkalima] SUBST ουδ

1. επικάλυμμα (οτιδήποτε καλύπτει):

επικάλυμμα
Abdeckung θηλ

2. επικάλυμμα (επένδυση):

επικάλυμμα
Bezug αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με επικάλυμμα

βραγχιακό επικάλυμμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский