Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επικαιρότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επικαιρότητα [ɛpicɛˈrɔtita] SUBST θηλ

1. επικαιρότητα (ιδιότητα του σύγχρονου):

επικαιρότητα
Aktualität θηλ

2. επικαιρότητα (τα τωρινά γεγονότα):

επικαιρότητα
Zeitgeschehen ουδ
πρόσωπα ουδ πλ της επικαιρότητα (σε περιοδικό κτλ)
Leute πλ von heute

Παραδειγματικές φράσεις με επικαιρότητα

πρόσωπα ουδ πλ της επικαιρότητα (σε περιοδικό κτλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский