Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επικαλούμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επικαλ|ούμαι <-έστηκα> [ɛpikaˈlumɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. επικαλούμαι (καλώ: το θεό, κάποιο πνεύμα κτλ):

επικαλούμαι

2. επικαλούμαι (ζητώ από κάποιον):

επικαλούμαι τη βοήθεια κάποιου

3. επικαλούμαι (προβάλλω για όφελός μου):

επικαλούμαι κάτι
sich auf etw αιτ berufen
επικαλούμαι το νόμο Χ
επικαλούμαι ένα άρθρο

Παραδειγματικές φράσεις με επικαλούμαι

επικαλούμαι κάτι
επικαλούμαι τη βοήθεια κάποιου
επικαλούμαι το νόμο Χ
επικαλούμαι ένα άρθρο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский