Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αποπλέω , απολύω , αποπνέω , αποπίσω , αποπατώ και αποπάνω

αποπλ|έω <-ευσα> [apɔˈplɛɔ] VERB αμετάβ

αποπατ|ώ <-είς, -ησα> [apɔpaˈtɔ] VERB αμετάβ

αποπν|έω <-ευσα> [apɔˈpnɛɔ] VERB μεταβ (οσμή)

απολύ|ω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɔˈliɔ] VERB μεταβ

1. απολύω (αφήνω ελεύθερο):

2. απολύω (από εργασία, από στρατό):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский