Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποπνέω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποπν|έω <-ευσα> [apɔˈpnɛɔ] VERB μεταβ (οσμή)

αποπνέω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский