Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποπληρωμή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποπληρωμή [apɔplirɔˈmi] SUBST θηλ (χρεών)

αποπληρωμή
Abbezahlung θηλ
αποπληρωμή
Abzahlung θηλ
Tilgungsfrist θηλ
Abzahlungsbedingungen θηλ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский