Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποπλανώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποπλαν|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [apɔplaˈnɔ] VERB μεταβ

1. αποπλανώ (άντρα, γυναίκα, ανήλικο):

αποπλανώ

2. αποπλανώ (παραπλανώ):

αποπλανώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский