Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποπέμπω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απ|οπέμπω <-έπεμψα, -οπέμφθηκα> [apɔˈpɛmbɔ] VERB μεταβ

1. αποπέμπω (διώχνω):

αποπέμπω

2. αποπέμπω (απολύω):

αποπέμπω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский