Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απολύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απολύ|ω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɔˈliɔ] VERB μεταβ

1. απολύω (αφήνω ελεύθερο):

απολύω

2. απολύω (από εργασία, από στρατό):

απολύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский