Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποτελούμενο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποτελειώ|νω [apɔtɛˈʎɔnɔ] VERB μεταβ

1. αποτελειώνω (τελειώνω):

2. αποτελειώνω (σκοτώνω):

I . αποτελματώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɔtɛlmaˈtɔnɔ] VERB μεταβ

1. αποτελματώνω (μεταβάλλω σε τέλμα):

2. αποτελματώνω μτφ (προκαλώ στασιμότητα):

II . αποτελματώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

πλεούμενο [plɛˈumɛnɔ] SUBST ουδ

υπονοούμενο [ipɔnɔˈumɛnɔ] SUBST ουδ

αποτέλεσμα [apɔˈtɛlɛzma] SUBST ουδ

αποτελμάτωσ|η <-εις> [apɔtɛlˈmatɔsi] SUBST θηλ μτφ

ζητούμενο [ziˈtumɛnɔ] SUBST ουδ

1. ζητούμενο (αντικείμενο επιστημονικής έρευνας):

2. ζητούμενο (κύριο ζήτημα):

Hauptanliegen ουδ

3. ζητούμενο (στόχος):

Ziel ουδ

κρατούμενο [kraˈtumɛnɔ] SUBST ουδ ΜΑΘ

αεριωθούμενο [aɛriɔˈθumɛnɔ] SUBST ουδ

προηγούμενο [prɔiˈɣumɛnɔ] SUBST ουδ (περίπτωση)

I . αποτυχημέν|ος <-η, -ο> [apɔtiçiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. αποτυχημένος (προσπάθεια):

2. αποτυχημένος (φωτογραφία):

3. αποτυχημένος (ζωή):

4. αποτυχημένος (άνθρωπος: που δεν τα κατάφερε):

II . αποτυχημέν|ος <-η, -ο> [apɔtiçiˈmɛnɔs] SUBST αρσ/θηλ (αυτός που δεν τα κατάφερε)

I . αποτ|είνω <-εινα, -άθηκα> [apɔˈtinɔ] VERB μεταβ

II . αποτείνομαι VERB αυτοπ ρήμα

αποτραβηγμέν|ος <-η, -ο> [apɔtraviɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

αποτεφρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɔtɛˈfrɔnɔ] VERB μεταβ

1. αποτεφρώνω (κατακαίω: σπίτια):

2. αποτεφρώνω (νεκρό):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский