Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προηγούμενο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προηγούμενο [prɔiˈɣumɛnɔ] SUBST ουδ (περίπτωση)

προηγούμενο
νομικό προηγούμενο ΝΟΜ

Παραδειγματικές φράσεις με προηγούμενο

νομικό προηγούμενο ΝΟΜ
προηγούμενο οικονομικό έτος
σύγκριση με το προηγούμενο έτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский