Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμμετοχή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συμμετοχή [simɛtɔˈçi] SUBST θηλ

1. συμμετοχή:

συμμετοχή σε
Teilnahme θηλ an +δοτ
έχω συμμετοχή σε κάτι

2. συμμετοχή ΟΙΚΟΝ:

συμμετοχή
Beteiligung θηλ
άμεση συμμετοχή
συμμετοχή στα έξοδα
συμμετοχή στα κέρδη
συμμετοχή στον κίνδυνο
συμμετοχή στο μέρισμα

3. συμμετοχή ΟΙΚΟΝ (το μερίδιο):

συμμετοχή
Anteil αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με συμμετοχή

μειοψηφική συμμετοχή
άμεση συμμετοχή
έχω συμμετοχή σε κάτι
συμμετοχή στα έξοδα
συμμετοχή στα κέρδη
συμμετοχή στον κίνδυνο
συμμετοχή στο μέρισμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский