Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποτελειώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποτελειώ|νω [apɔtɛˈʎɔnɔ] VERB μεταβ

1. αποτελειώνω (τελειώνω):

αποτελειώνω

2. αποτελειώνω (σκοτώνω):

αποτελειώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский