Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποτελώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αποτελ|ώ <-είς, -εσα, -έστηκα, -εσμένος> [apɔtɛˈlɔ] VERB μεταβ

1. αποτελώ (απαρτίζω, σχηματίζω):

αποτελώ

2. αποτελώ (είμαι, θεωρούμαι):

αποτελώ

II . αποτελούμαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με αποτελώ

αποτελώ εξαίρεση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский