Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξαίρεση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξαίρεσ|η <-εις> [ɛˈksɛrɛsi] SUBST θηλ

1. εξαίρεση (ειδική περίπτωση):

εξαίρεση
Ausnahme θηλ
κατ' εξαίρεση
χωρίς εξαίρεση
αποτελώ εξαίρεση
αποτελεί φωτεινή εξαίρεση

2. εξαίρεση (αποκλεισμός προσώπου):

εξαίρεση
Ausschluss αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский