Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: vornehm , segnen , regnen , eignen , Hygiene και vorne

Hygiene <-> [hyˈgjeːnə] SUBST θηλ ενικ

eignen [ˈaɪgnən] VERB αυτοπ ρήμα sich eignen

2. eignen (Sache):

sich eignen für +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский