Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πνέω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πν|έω <-ευσα> [ˈpnɛɔ] VERB αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με πνέω

πνέω μένεα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский