Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πνίγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πνί|γω <-ξα, -γηκα, -γμένος> [ˈpniɣɔ] VERB μεταβ

1. πνίγω (με μαξιλάρι):

πνίγω

2. πνίγω (στραγγαλίζω):

πνίγω

3. πνίγω (σε νερό):

πνίγω

II . πνίγομαι VERB αυτοπ ρήμα

2. πνίγομαι (στο νερό):

3. πνίγομαι (τρώγοντας):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский