Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πνοή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πνοή [pnɔˈi] SUBST θηλ

1. πνοή (κίνηση του αέρα):

πνοή
Hauch αρσ

2. πνοή (αναπνοή):

πνοή
Atemzug αρσ

3. πνοή (έμπνευση):

πνοή
Inspiration θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский