Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ποδάρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ποδάρι [pɔˈðari] SUBST ουδ

1. ποδάρι (από τον αστράγαλο και κάτω):

ποδάρι
Fuß αρσ

2. ποδάρι (σκέλος):

ποδάρι
Bein ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με ποδάρι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский