Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πνίξιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πνίξιμο

πνίξιμο s. πνιγμός

Βλέπε και: πνιγμός

πνιγμός [pniɣˈmɔs] SUBST αρσ

1. πνιγμός (ασφυξία):

Ersticken ουδ

2. πνιγμός (στο νερό):

Ertrinken ουδ

3. πνιγμός (στραγγαλισμός):

Erwürgen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский