Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πνιχτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πνιχτικός

πνιχτικός s. πνιγερός

Βλέπε και: πνιγερός

πνιγερ|ός [pnijɛˈrɔs], πνιγηρ|ός [pnijiˈrɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский