Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: matt , man , maß , mal , Mast και Mark

Mark1 <-(e)s> [mark] SUBST ουδ ενικ

2. Mark ΒΟΤ:

ψίχα θηλ

Mast1 <-(e)s, -en> [mast] SUBST αρσ

1. Mast ΝΑΥΣ:

ιστός αρσ

maß [maːs]

maß απλ παρελθ von messen

Βλέπε και: messen

II . messen <misst, maß, gemessen> [ˈmɛsən] VERB αμετάβ

1. messen (Höhe):

III . messen <misst, maß, gemessen> [ˈmɛsən] VERB αυτοπ ρήμα

matt [mat] ΕΠΊΘ

3. matt (Foto, Farbe, Schach):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский