Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: man , maß , mal , Pony και Mann

Pony1 <-s, -s> [ˈpɔni] SUBST ουδ (Pferd)

πόνυ ουδ

maß [maːs]

maß απλ παρελθ von messen

Βλέπε και: messen

II . messen <misst, maß, gemessen> [ˈmɛsən] VERB αμετάβ

1. messen (Höhe):

III . messen <misst, maß, gemessen> [ˈmɛsən] VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский