Γερμανικά » Ελληνικά

Kleine(r, s) <-n, -n> SUBST mf

klein [klaɪn] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Kleine Kleiner Kleines" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский