Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μέσος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μέσ|ος <-η, -ο> [ˈmɛsɔs] ΕΠΊΘ

1. μέσος (μεσαίος):

μέσος
mittlere(r, s), Mittel-

2. μέσος (μέτριος, συνηθισμένος, σε στατιστική):

μέσος
μέσος όρος
Durchschnitt αρσ
Mittelwert αρσ

II . μέσ|ος <-η, -ο> [ˈmɛsɔs] SUBST αρσ (στο ποδόσφαιρο)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский