Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπάλληλος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπάλληλος [iˈpalilɔs] SUBST mf

1. υπάλληλος (σε επιχείρηση):

υπάλληλος
υπάλληλος γραφείου
μόνιμος υπάλληλος
υπάλληλος ξενοδοχείου
ομοσπονδιακός υπάλληλος
ομοσπονδιακός υπάλληλος (δημόσιος υπάλληλος)
ταχυδρομικός υπάλληλος
τραπεζικός υπάλληλος

ιδιωτισμοί:

δημόσιος υπάλληλος
Beamter αρσ (Beamtin) θηλ
υπάλληλος της εφορείας
Finanzbeamter αρσ (Finanzbeamtin) θηλ
τελωνειακός υπάλληλος
Zollbeamter αρσ (Zollbeamtin) θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με υπάλληλος

τελωνειακός υπάλληλος
υπάλληλος ξενοδοχείου
ομοσπονδιακός υπάλληλος
ταχυδρομικός υπάλληλος
τραπεζικός υπάλληλος
δημόσιος υπάλληλος
Beamter αρσ (Beamtin) θηλ
υπάλληλος γραφείου
μόνιμος υπάλληλος
υπάλληλος της εφορείας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский