Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τραπεζικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τραπεζικ|ός <-ή, -ό> [trapɛziˈkɔs] ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με τραπεζικός

τραπεζικός λογαριασμός
Bankkonto ουδ
τραπεζικός υπάλληλος
τραπεζικός νόμος
Bankgesetz ουδ
τραπεζικός τομέας
τραπεζικός πιστωτής
τραπεζικός πράκτορας
Bankagent αρσ
τραπεζικός τίτλος
Banktitel αρσ
Banken- und Finanzsektor αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский