Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κρίση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κρίσ|η <-εις> [ˈkrisi] SUBST θηλ

1. κρίση (απόφαση):

κρίση
Urteil ουδ

2. κρίση (γνώμη):

κρίση
Meinung θηλ

3. κρίση (διατύπωση γνώμης):

κρίση
Beurteilung θηλ

4. κρίση (ικανότητα σωστής κρίσης):

κρίση

6. κρίση ΙΑΤΡ:

κρίση
Anfall αρσ
κρίση άσθματος
Asthmaanfall αρσ
καρδιακή κρίση
Herzanfall αρσ
κρίση πανικού
Panikattacke θηλ
κρίση σπασμών
Krampfanfall αρσ
υστερική κρίση
τελική κρίση θηλ ΘΡΗΣΚ

Παραδειγματικές φράσεις με κρίση

κρίση θηλ ταυτότητας
κρίση θηλ πανικού ΨΥΧ
κρίση θηλ επιληψίας
υστερική κρίση
περνάει κρίση
διαρκής κρίση
Dauerkrise θηλ
πολιτική κρίση
Weltkrise θηλ
κρίση άσθματος
καρδιακή κρίση
Herzanfall αρσ
κρίση πανικού

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский