Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χρηματοπιστωτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χρηματοπιστωτικ|ός <-ή, -ό> [xrimatɔpistɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

χρηματοπιστωτικός
Finanz-
χρηματοπιστωτικός διαμεσολαβητής
χρηματοπιστωτικός τομέας
Finanzsektor αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με χρηματοπιστωτικός

χρηματοπιστωτικός διαμεσολαβητής
χρηματοπιστωτικός τομέας
τραπεζικός και χρηματοπιστωτικός τομέας
Banken- und Finanzsektor αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский