Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μεταρρύθμιση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μεταρρύθμισ|η <-εις> [mɛtaˈriθmisi] SUBST θηλ

1. μεταρρύθμιση (μεταποίηση):

μεταρρύθμιση
Umgestaltung θηλ

2. μεταρρύθμιση (ριζικός μετασχηματισμός):

μεταρρύθμιση
Reform θηλ
αγροτική μεταρρύθμιση
Agrarreform θηλ
νομισματική μεταρρύθμιση
οικονομική μεταρρύθμιση
ορθογραφική μεταρρύθμιση
φορολογική μεταρρύθμιση
Steuerreform θηλ

3. μεταρρύθμιση ΘΡΗΣΚ:

μεταρρύθμιση
Reformation θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με μεταρρύθμιση

αγροτική μεταρρύθμιση
ορθογραφική μεταρρύθμιση
δημοσιονομική μεταρρύθμιση
διοικητική μεταρρύθμιση
νομισματική μεταρρύθμιση
οικονομική μεταρρύθμιση
φορολογική μεταρρύθμιση
τραπεζική μεταρρύθμιση
Bankreform θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский