Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μόνιμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μόνιμ|ος <-η, -ο> [ˈmɔnimɔs] ΕΠΊΘ

1. μόνιμος (που μένει σταθερός, αμετάβλητος):

μόνιμος

2. μόνιμος (που επαναλαμβάνεται συνεχώς: έξοδα κτλ):

μόνιμος

Παραδειγματικές φράσεις με μόνιμος

μόνιμος υπάλληλος
μόνιμος επενδυτής
μόνιμος εργάτης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский