Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπαναχωρώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπαναχωρ|ώ <-είς, -ησα> [ipanaxɔˈrɔ] VERB αμετάβ

2. υπαναχωρώ ΝΟΜ (σε συμφωνία):

υπαναχωρώ σε μια συμφωνία

Παραδειγματικές φράσεις με υπαναχωρώ

υπαναχωρώ σε μια υπόσχεση
υπαναχωρώ σε μια συμφωνία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский