Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τελωνειακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . τελωνειακ|ός <-ή, -ό> [tɛlɔniaˈkɔs] ΕΠΊΘ

τελωνειακός
Zoll-
τελωνειακός δασμός
Zolltarif αρσ
τελωνειακός δασμός
Zoll αρσ
τελωνειακός έλεγχος
Zollkontrolle θηλ
Zollunion θηλ
Zollvorschriften θηλ πλ
τελωνειακός υπάλληλος
Zollbeamter αρσ

II . τελωνειακ|ός [tɛlɔniaˈkɔs] SUBST αρσ/θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με τελωνειακός

τελωνειακός υπάλληλος
τελωνειακός δασμός
Zoll αρσ
τελωνειακός έλεγχος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский