Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μικραίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μικρ|αίνω <-ανα [ή -υνα], -ύνθηκα, -υμένος> [miˈkrɛnɔ] VERB μεταβ

1. μικραίνω (κάνω μικρότερο):

μικραίνω

2. μικραίνω (κάνω κοντότερο):

μικραίνω

II . μικρ|αίνω <-ανα [ή -υνα], -ύνθηκα, -υμένος> [miˈkrɛnɔ] VERB αμετάβ

1. μικραίνω (γίνομαι μικρότερος):

μικραίνω

2. μικραίνω (γίνομαι κοντότερος):

μικραίνω

3. μικραίνω (μέρες):

μικραίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский