Ελληνικά » Γερμανικά

αδελφός SUBST αρσ

αδελφός → αδερφός

Βλέπε και: αδερφός , αδερφός

αδερφ|ός2 [aðɛrˈfɔs], αδελφ|ός [aðɛlˈfɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

αδερφός1 [aðɛrˈfɔs], αδελφός [aðɛlˈfɔs], αδερφή [aðɛrˈfi], αδελφή [aðɛlˈfi] SUBST αρσ/θηλ

αδερφός1 [aðɛrˈfɔs], αδελφός [aðɛlˈfɔs], αδερφή [aðɛrˈfi], αδελφή [aðɛlˈfi] SUBST αρσ/θηλ

αδερφ|ός2 [aðɛrˈfɔs], αδελφ|ός [aðɛlˈfɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με αδελφός

ετεροθαλής αδελφός
Halbbruder αρσ
αδελφός λαός
Brudervolk ουδ
ο μεγάλος αδελφός (του Orwell)
Big Brother αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский