Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „s'entrelacer“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά

(Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

entreißen* ΡΉΜΑ μεταβ ανώμ

1. entreißen (wegreißen):

2. entreißen μτφ:

II . entrollen* ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα τυπικ

Entrecote <-[s], -s> [a͂trəˈkoːt] ΟΥΣ ουδ

entrückt [ɛntˈrʏkt] ΕΠΊΘ τυπικ

entrinnen* ΡΉΜΑ αμετάβ ανώμ +sein τυπικ

entrücken* ΡΉΜΑ μεταβ τυπικ

II . entrüstet ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina