Γερμανικά » Γαλλικά

lächeln [ˈlɛçəln] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. lächeln (sich lustig machen):

Lächeln <-s; χωρίς πλ> ΟΥΣ ουδ

sourire αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina