Γερμανικά » Γαλλικά

I . loben [ˈloːbən] ΡΉΜΑ μεταβ

3. loben ΘΡΗΣΚ:

II . loben [ˈloːbən] ΡΉΜΑ αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με gelobter

ein viel gelobter Autor

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Bei der „Prüfung für Jungkarnevalisten“ wurden kölscher Klüngel und „die als Tradition bemäntelte Einfältigkeit hoch gelobter Büttenredner entlarvt“.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina