Γερμανικά » Γαλλικά

Verpflichtete(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ ΝΟΜ

obligé(é) αρσ
débiteur(-trice) αρσ (θηλ)

II . verpflichten* ΡΉΜΑ αμετάβ

III . verpflichten* ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. verpflichten (zusagen):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Verpflichtete Verpflichteter" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina