Γερμανικά » Γαλλικά

Schweiß <-es; χωρίς πλ> [ʃvaɪs] ΟΥΣ αρσ χωρίς πλ

ιδιωτισμοί:

im Schweiße seines Angesichts τυπικ

schweißen [ˈʃvaɪsən] ΡΉΜΑ tr, itr V

Schweißen <-s; χωρίς πλ> [ˈʃvaɪsən] ΟΥΣ ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με Schweiße

im Schweiße seines Angesichts τυπικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina