Γερμανικά » Γαλλικά

Heilige(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

Heilige(r)
saint(e) αρσ (θηλ)

ιδιωτισμοί:

heilig [ˈhaɪlɪç] ΕΠΊΘ

2. heilig (unantastbar):

3. heilig τυπικ (feierlich, unbedingt):

sacré(e)
saint(e)

4. heilig οικ (groß):

saint(e) πρόθεμα
[sacro-]saint(e) πρόθεμα
sacré(e) πρόθεμα οικ

Παραδειγματικές φράσεις με Heilige Heiliger

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina