Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: überdrüssig , überschüssig και überflüssig

überflüssig ΕΠΊΘ

ιδιωτισμοί:

überschüssig [ˈyːbɐʃʏsɪç] ΕΠΊΘ

1. überschüssig ΕΜΠΌΡ:

2. überschüssig (über den Bedarf vorhanden):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina