Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „immerwährenden“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

im·mer·wäh·rend ΕΠΊΘ προσδιορ τυπικ

immerwährend → immer

Βλέπε και: immer

I . im·mer [ˈɪmɐ] ΕΠΊΡΡ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

nimm diesen Ring als Pfand meiner immerwährenden Liebe!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文