Γερμανικά » Αγγλικά

I . är·gern [ˈɛrgɐn] ΡΉΜΑ μεταβ

2. ärgern (reizen):

jdn/ein Tier [wegen einer S. γεν] ärgern

II . är·gern [ˈɛrgɐn] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

ärgern (ärgerlich sein):

sich αιτ [über jdn/etw] ärgern

ιδιωτισμοί:

Βλέπε και: Tod

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文