Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „willst“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

durch|wol·len [ˈdʊrçvɔlən] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

heim|wol·len ΡΉΜΑ αμετάβ ιδιωμ

hi·naus|wol·len ΡΉΜΑ αμετάβ

fort|wol·len ΡΉΜΑ αμετάβ

[aus etw δοτ/von etw δοτ] fortwollen
[aus etw δοτ/von etw δοτ] fortwollen

he·raus|wol·len ΡΉΜΑ αμετάβ

Βλέπε και: Sprache

Spra·che <-, -n> [ˈʃpra:xə] ΟΥΣ θηλ

2. Sprache kein πλ (Sprechweise):

he·rein|wol·len ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

he··ber|wol·len ΡΉΜΑ αμετάβ

he·run·ter|wol·len ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

hi·nein|wol·len ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

[in etw αιτ] hineinwollen
[in etw αιτ] hineinwollen
to want to enter [sth] τυπικ

weg|wol·len ΡΉΜΑ αμετάβ ανώμ

1. wegwollen (weggehen wollen):

2. wegwollen (verreisen wollen):

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

sag, was du willst, ...
wo willst du hin?
willst du wohl hören!
du willst schon gehen?
ganz wie du willst
sonst [willst du] nichts? ειρων
anything else [you'd like [or want] ]? ειρων
Περισσότερα

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

wile ike

negative Absichten haben, übelwollend

wile lape

rowa.giso.de

wile ike

to have negative intentions, malevolent

wile lape

rowa.giso.de

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"willst" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文