Γαλλικά » Γερμανικά

I . absent(e) [apsɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

2. absent (qui manque):

3. absent (distrait):

II . absent(e) [apsɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

absent(e)
Abwesende(r) θηλ(αρσ)
il y a des absents ?

ιδιωτισμοί:

les absents ont toujours tort παροιμ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina