Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: récidiviste , relativiste , récidivant , multirécidiviste , archiviste , activiste , récidiver και récidive

II . récidiviste [ʀesidivist] ΟΥΣ αρσ θηλ ΝΟΜ

Wiederholungstäter(in) αρσ (θηλ) a. χιουμ

récidivant(e) [ʀesidivɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

rezidiv ειδικ ορολ

I . relativiste [ʀ(ə)lativist] ΕΠΊΘ

II . relativiste [ʀ(ə)lativist] ΟΥΣ αρσ θηλ

relativiste ΦΙΛΟΣ
Relativist(in) αρσ (θηλ)
relativiste ΦΥΣ

récidive [ʀesidiv] ΟΥΣ θηλ

récidiver [ʀesidive] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. récidiver ΙΑΤΡ:

rezidivieren ειδικ ορολ

I . activiste [aktivist] ΕΠΊΘ

II . activiste [aktivist] ΟΥΣ αρσ θηλ

Aktivist(in) αρσ (θηλ)

archiviste [aʀʃivist] ΟΥΣ αρσ θηλ

Archivar(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina