Γαλλικά » Γερμανικά

récidivant(e) [ʀesidivɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

récidivant(e)
récidivant(e)
rezidiv ειδικ ορολ

récidiver [ʀesidive] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. récidiver ΙΑΤΡ:

rezidivieren ειδικ ορολ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "récidivant" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina